ακροκλώναρο

ακροκλώναρο
το
το ακρόκλαδο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + κλωνάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακρόκλαδο — ακρόκλαδο, το και ακροκλώναρο, το το ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου: Η φωλιά βρισκόταν σ ένα ακρόκλαδο κι ήταν αδύνατο να τη φτάσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”